- συσχολάζειν
- συσχολάζωspend one's leisure withpres inf act (attic epic)συσχολάζωspend one's leisure withpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσχολάζω — Α 1. περνώ τις ώρες τής σχόλης μαζί με κάποιον 2. (κατ επέκτ.) είμαι συμμαθητής κάποιου, σπουδάζω μαζί με κάποιον 3. (γενικά) περνώ τον καιρό μου μαζί με κάποιον, είμαι σύντροφος κάποιου («ἐν τῷ συσχολάζειν καὶ συνδιαιτᾱσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek